- περίψησις
- -ήσεως, ἡ, Α [περιψώ]το σκούπισμα, το καθάρισμα («ἀπὸ τῆς τοῡ μύλου περιψήσεως», λεξ. Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιψήσεως — περιψήσεω̆ς , περίψησις wiping clean fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)